- μολλιενέζια
- ηζωολ. γένος αθερινόμορφων οστεϊχθύων τής οικογένειας poeciliidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mollienisia, από το επώνυμο τού Γάλλου πολιτικού F. Ν. Μollien].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.